- διάμειψις
- (-εως) η обмен;
διάμειψις της ΰλης — обмен веществ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάμειψις της ΰλης — обмен веществ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάμειψις — exchange fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμείψεις — διάμειψις exchange fem nom/voc pl (attic epic) διάμειψις exchange fem nom/acc pl (attic) διαμείβω exchange aor subj act 2nd sg (epic) διαμείβω exchange fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμείψεσιν — διάμειψις exchange fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάμειψιν — διάμειψις exchange fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάμειψη — και διαμοιβή, η (Α διάμειψις, εως και διαμοιβή) [διαμείβομαι / διαμείβω] ανταλλαγή νεοελλ. φρ. «διάμειψις τῆς ὕλης» παλαιότερος όρος για τον μεταβολισμό … Dictionary of Greek
διαμείψεως — διαμείψεω̆ς , διάμειψις exchange fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)